κηραφίς

κηραφίς
κηραφίς, -ίδος, ἡ (Α)
1. είδος ακρίδας
2. (κατά τον Ησύχ.) «κάραβος».
[ΕΤΥΜΟΛ. Ίσως να πρόκειται για το καραδίς (< κάραβος) με επίδραση τών ονομασιών ζώων σε -φος (πρβλ. έλαφος, έριφος) και ιων. -η- αντί -α-].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κηραφίς — locust fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κηραφίδες — κηραφίς locust fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κηραφίδος — κηραφίς locust fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σήρες — οι / Σῆραι, ΝΑ (στην αρχαιότητα) λαός που κατοικούσε στην ανατολική Ασία, συγγενής τών Σκυθών και τών Ινδών, που ασχολούνταν, κυρίως, με την παραγωγή μεταξιού, το εμπόριο τού οποίου άνθησε κατά τους ελληνιστικούς και ρωμαϊκούς χρόνους. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”